θυροκρουστία

θυροκρουστία
θῠροκρουστία, ,
A knocking at a door, dub. in Sammelb.4425 ii 24 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυροκρουστία — θυροκρουστία, ἡ (Α) πάπ. το χτύπημα τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κρουστία (< κρούστης < κρούω), πρβλ. αντι κρουστία, προδο κρουστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”